- παραπληρώνω
- πληρώνω περισσότερα από όσα υπολόγιζα («τόν παραπληρώνεις για τη δουλειά που σού προσφέρει»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπληρώνω — παραπλήρωσα, παραπληρώθηκα, παραπληρωμένος, πληρώνω κάποιον με το παραπάνω: Δεν έχω παράπονο, γιατί ο άνθρωπος παραπλήρωσε τον κόπο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)